- αποτζιατούρα
- η ή επέρειση, ημουσ. καλλωπιστικός φθόγγος που έχει επεκταθεί και στη συγχορδία.[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < ιταλ. appoggiatura, τ. με κυριολεκτική σημασία «στήριξη, στήριγμα» < ρ. appoggiare «στηρίζω, υποστηρίζω, ακουμπώ» < (δημ. λατ.) *appodiare (< λατ. πρόθημα ad - «προς» + δημ. λατ. -podiare < λατ. podium, -ii «μέρος οικοδομήματος που προεξέχει, θωράκιο» < ελλην. πόδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.