αποτζιατούρα

αποτζιατούρα
η ή επέρειση, η
μουσ. καλλωπιστικός φθόγγος που έχει επεκταθεί και στη συγχορδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < ιταλ. appoggiatura, τ. με κυριολεκτική σημασία «στήριξη, στήριγμα» < ρ. appoggiare «στηρίζω, υποστηρίζω, ακουμπώ» < (δημ. λατ.) *appodiare (< λατ. πρόθημα ad - «προς» + δημ. λατ. -podiare < λατ. podium, -ii «μέρος οικοδομήματος που προεξέχει, θωράκιο» < ελλην. πόδιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ατσιακατούρα — (acciacatura). Μουσικός βοηθητικός φθόγγος που μπαίνει πριν από έναν κύριο φθόγγο και εκτελείται σχεδόν ταυτόχρονα. Η α., αντίθετα από την αποτζιατούρα, αφαιρεί ένα μέρος από την αξία του επόμενου φθογγόσημου καθώς και ένα μέρος από την αξία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”